ενορίτης

ενορίτης
ο (θηλ. ενορίτισσα, η) (Μ ἐνορίτης, ο
θηλ. ἐνορῑτις, η) [ενορία]
1. αυτός που ανήκει σε εκκλησιαστική ενορία
2. προϊστάμενος ενορίας, εφημέριος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ενορίτης — ο θηλ. τισσα πιστός που ανήκει σε κάποια εκκλησιαστική ενορία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… …   Dictionary of Greek

  • enorie — ENORÍE, enorii, s.f. Parohie. – Din ngr. enoría. Trimis de ana zecheru, 13.09.2007. Sursa: DEX 98  ENORÍE s. v. parohie. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime  enoríe s.f., art. enoría, g. d. art …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”